- κομψοεπής
- -ές (Α κομψοεπής, -ές)αυτός που μιλά κομψά, καλλιεπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αμετρο-επής, ηδυ-επής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
κομψοέπεια — η (Α κομψοέπεια) [κομψοεπής] κομψός λόγος, καλλιέπεια … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek